- ἐμπαθές
- ἐμπαθήςin a state of emotionmasc/fem voc sgἐμπαθήςin a state of emotionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔμπαθες — ἐν πάσχω have aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπαθής — ές (AM ἐμπαθής, ές) (για πράξεις, ενέργειες, διαθέσεις) αυτός που κινείται από πάθος, συνήθως φθόνου και μίσους («εμπαθής κριτική») μσν. νεοελλ. 1. αυτός που κατέχεται από πάθος μίσους και φθόνου, κακεντρεχής («εμπαθής άνθρωπος», «εμπαθής και… … Dictionary of Greek